- ευθειακός
- η , ό[ν] прямолинейный;
ευθειακή γεωμετρία — планиметрия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευθειακή γεωμετρία — планиметрия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευθειακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευθεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθεία, θηλ. τού ευθύς] … Dictionary of Greek
ευθειακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευθεία: Ευθειακή γεωμετρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek